- θαμβεύω
- θαμβεύω (Α) [θάμβος]1. προκαλώ κατάπληξη2. τρομοκρατώ, εκφοβίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθάμβευτος — η, ο [θαμβεύω] 1. αυτός που δεν θαμπώνεται από κάτι, που δεν δοκιμάζει έκπληξη ή χαρά μπροστά σε κάτι 2. αυτός που δεν θαμπώθηκε, που έμεινε ατάραχος, δίχως έκπληξη ή θαυμασμό … Dictionary of Greek
θαμβευτής — θαμβευτής, ό (Α) [θαμβεύω] 1. αυτός που προκαλεί κατάπληξη 2. ο τρομακτικός … Dictionary of Greek